- μακεδονιστί
- (Α μακεδονιστί)επίρρ. στη μακεδονική διάλεκτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μακεδόνες + επιρρμ. κατάλ. -ιστί (πρβλ. Λυδ-ιστί)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μακεδονιστί — to be on the Macedonian side indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακεδονίστικος — η, ό μακεδονικός. επίρρ... μακεδονίστικα μακεδονιστί, στη μακεδονική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μακεδονία + κατάλ. ίστι κος (πρβλ. κουκλ ίστικος, μεγαλ ίστικος)] … Dictionary of Greek